Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Ανεργία, φτώχεια και εξαθλίωση - αναπόφευχτα φαινόμενα και μόνιμοι συνοδοιπόροι του καπιταλισμού

Η ανεργία, η φτώχεια και η εξαθλίωση που αγκαλιάζουν εκατοντάδες εκατομμύρια εργαζομένων των καπιταλιστικών χωρών δεν είναι ούτε τυχαία ούτε «αιώνια» φυσικά φαινόμενα. Είναι ιστορικά οικονομικο-κοινωνικά φαινόμενα σύμφυτα στον καπιταλισμό, απορρέουν αναπόφευχτα από τις σχέσεις παραγωγής του και όχι από τούτη ή εκείνη τη λαθεμένη οικονομική πολιτική των αστικών κυβερνήσεων, όπως ισχυρίζονται παραδοσιακοί αστοί οικονομολόγοι και πολιτικοί, αλλά και ρεφορμιστές της παλιάς και νέας χρουστσοφικής σοσιαλδημοκρατίας. Ταυτόχρονα αποτελούν αναγκαίους όρους ύπαρξης, αναγκαίες προϋποθέσεις αυτού του εκμεταλλευτικού συστήματος. Συνοδεύουν μόνιμα τον καπιταλισμό και μπορούν να εξαλειφθούν μόνο με την επαναστατική ανατροπή-κατάργησή του.

Το φαινόμενο της ανεργίας έχει αναλυθεί και εξηγηθεί επιστημονικά από τους Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν-Στάλιν, οι αναλύσεις των οποίων έχουν επιβεβαιωθεί στο παρελθόν και επιβεβαιώνονται και από τη σημερινή σκληρή καπιταλιστική πραγματικότητα: τη μαζική χρόνια ανεργία, τη φτώχεια και την εξαθλίωση εκατοντάδων εκατομμυρίων εργαζομένων σ' όλο τον κόσμο.

Ο Μαρξ, αναλύοντας επιστημονικά την ανάπτυξη του καπιταλισμού, απέδειξε, ότι η ανεργία έχει τη ρίζα της στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, στην ύπαρξη και δράση του οικονομικού νόμου της καπιταλιστικής συσσώρευσης, ότι είναι ένας αναπόφευχτος και μόνιμος συνοδοιπόρος του καπιταλισμού που το μέγεθος της επηρεάζει άμεσα την κατάσταση της εργατικής τάξης. Το ύψος της ανεργίας είναι, μαζί μ' άλλους παράγοντες, χαρακτηριστικό για το μέγεθος της εξαθλίωσης της εργατικής τάξης. Η σχετική και η απόλυτη εξαθλίωση της εργατικής τάξης καθορίζεται τόσο από τη δράση του βασικού οικονομικού νόμου του μονοπωλιακού καπιταλισμού όσο και από τη δράση του γενικού νόμου της καπιταλιστικής συσσώρευσης, θέμα που δεν αναπτύσσεται στο παρόν σημείωμα.

Ο Μαρξ, μελετώντας και αναλύοντας το προτσές της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αποκάλυψε τις αιτίες εμφάνισης της ανεργίας. Κατέδειξε ότι η ανεργία προκαλείται από το προτσές της καπιταλιστικής συσσώρευσης, που συνοδεύεται από αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, και ότι η αύξηση του πλούτου που ιδιοποιείται το κεφάλαιο δεν οδηγεί στη μείωση της ανεργίας αλλά αντίθετα στην αύξηση της, δηλ. σε αύξηση του «βιομηχανικού εφεδρικού στρατού».

Ο γενικός νόμος της καπιταλιστικής συσσώρευσης, που ανακάλυψε ο Μαρξ και που δρα ανεξάρτητα από τη θέληση και τη συνείδησή μας, όπως και κάθε οικονομικός νόμος, διατυπώνεται στο «Κεφάλαιο» ως εξής:

 «Όσο μεγαλύτερος είναι ο κοινωνικός πλούτος, το κεφάλαιο που λειτουργεί, η έκταση και η ένταση της αύξησης του, επομένως και το απόλυτο μέγεθος του προλεταριάτου και η παραγωγική δύναμη της εργασίας του, τόσο μεγαλύτερος είναι ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός. Η αύξηση της διαθέσιμης εργατικής δύναμης προκαλείται από τις ίδιες αιτίες που προκαλούν την αύξηση της επεκτατικής δύναμης του κεφαλαίου. Επομένως, το σχετικό μέγεθος του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού αυξάνει μαζί με τις δυνάμεις του πλούτου. Όσο μεγαλύτερος όμως είναι αυτός ο εφεδρικός στρατός σε σχέση με τον εν ενεργεία εργατικό στρατό, τόσο μαζικότερος είναι ο σταθεροποιημένος υπερπληθυσμός, που η φτώχεια του είναι αντιστρόφως ανάλογη προς τα βάσανα της δουλειάς του. Τέλος, όσο πιο μεγάλο είναι το εξαθλιωμένο στρώμα της εργατικής τάξης και ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός, τόσο πιο μεγάλος είναι ο επίσημος παουπερισμός. Αυτός είναι ο απόλυτος, γενικός νόμος της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Όπως όλοι οι άλλοι νόμοι, έτσι κι' αυτός τροποποιείται από πολλαπλά περιστατικά, που η ανάλυση τους δεν μπορεί να γίνει εδώ» (Κ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος 1ος, σελ. 667). Επίσης ο Λένιν σημειώνει σχετικά: «η συσσώρευση του κεφαλαίου, επιταχύνοντας την εκτόπιση των εργατών από τις μηχανές και δημιουργώντας στον ένα πόλο πλούτη και στον άλλο αθλιότητα, γεννά και τον λεγόμενο «βιομηχανικό εφεδρικό στρατό», το «σχετικό πλεόνασμα» εργατών ή τον «καπιταλιστικό υπερπληθυσμό», που παίρνει εξαιρετικά ποικίλες μορφές και δίνει στο κεφάλαιο τη δυνατότητα να διευρύνει εξαιρετικά γρήγορα την παραγωγή. Η δυνατότητα αυτή σε σύνδεση με την πίστη και τη συσσώρευση του κεφαλαίου σε μέσα παραγωγής δίνει, ανάμεσα στ’ άλλα, το κλειδί για την κατανόηση των  κ ρ ί σ ε ω ν  υπερπαραγωγής, που στις καπιταλιστικές χώρες επέρχονται περιοδικά, στην αρχή κάθε 10 χρόνια κατά μέσο όρο και έπειτα σε πιο μακρόχρονα και λιγότερο καθορισμένο χρονικά διαστήματα» (Λένιν: τομ.21, σελ. 52-53).   

Στην καπιταλιστική κοινωνία, και ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης και χρόνιας μαζικής ανεργίας, η αύξηση και συγκέντρωση πλούτου στα χέρια των καπιταλιστών, που προκαλεί χειροτέρευση της κατάστασης των εργαζομένων οι οποίοι δημιουργούν αυτόν τον πλούτο, σημαίνει ταυτόχρονα αύξηση της εξαθλίωσης τους: «στο μέτρο που συσσωρεύεται το κεφάλαιο χειροτερεύει υποχρεωτικά η κατάσταση του εργάτη, αδιάφορο αν είναι καλή ή κακή η πληρωμή του... η συσσώρευση πλούτου στον ένα πόλο είναι ταυτόχρονα συσσώρευση αθλιότητας, βασάνου εργασίας, σκλαβιάς, αμάθειας, αποκτήνωσης και ηθικής κατάπτωσης στον αντίπολο, δηλ. για την εργατική τάξη που παράγει με τη μορφή κεφαλαίου  το δικό της προϊόν» (Κ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος 1ος, σελ. 668-669).

Το τμήμα εκείνο της εργατικής τάξης που είναι περιττό για τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, για τη διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή, ονομάζεται «σχετικός υπερπληθυσμός» δηλ. είναι περιττό μόνο σε σχέση με τις ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου που καθορίζονται από το Κέρδος: «η καπιταλιστική συσσώρευση παράγει ακόμα περισσότερο διαρκώς, και μάλιστα σε σχέση με την ένταση και την έκταση της, ένα σχετικό, επομένως περιττό ή πρόσθετο εργατικό πληθυσμό» (Κ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος 1ος, σελ. 653).

Η αύξηση της ανεργίας και το υψηλό ποσοστό της είναι για τους καπιταλιστές και ένα εντελώς απαραίτητο μέσο για τη συσσώρευση πλούτου, για την επιτάχυνση της συσσώρευσης του κεφαλαίου: «η υπερβολική εργασία του απασχολημένου μέρους της εργατικής τάξης πληθαίνει τις γραμμές της εφεδρείας της, ενώ αντίθετα η αυξημένη πίεση, που η εφεδρεία ασκεί με το συναγωνισμό της στους απασχολημένους εργάτες, τους υποχρεώνει να εργάζονται υπερβολικά και να υποτάσσονται στις προσταγές του κεφαλαίου. Η καταδίκη ενός μέρους της εργατικής τάξης σε αναγκαστική αργία εξαιτίας της υπερβολικής εργασίας του άλλου μέρους, και αντίστροφα, μετατρέπεται σε μέσο πλουτισμού του ξεχωριστού κεφαλαιοκράτη και επιταχύνει ταυτόχρονα τη δημιουργία του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού σε κλίμακα που ν' ανταποκρίνεται στην πρόοδο της κοινωνικής συσσώρευσης» (Κ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος 1ος, σελ. 659).

Η ανεργία, και μάλιστα το υψηλό ποσοστό της, είναι επίσης ένας αναγκαίος όρος ύπαρξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής για δυο λόγους: πρώτο, για να υπάρχουν αρκετές εργατικές δυνάμεις διαθέσιμες που θα απαιτηθούν σε περίπτωση επέκτασης της καπιταλιστικής παραγωγής, και δεύτερο, οι καπιταλιστές χρειάζονται τους άνεργους εργάτες ώστε να ασκούν πίεση στο τμήμα εκείνο των εργαζομένων που εξακολουθεί να δουλεύει, πίεση που αποσκοπεί στη μείωση των μισθών τους, στην εντατικοποίηση της εργασίας, στην πτώση του βιοτικού επιπέδου και στη χειροτέρευση των όρων-συνθηκών εργασίας. Γι' αυτούς τους λόγους, εκτός του ότι η εξάλειψη της ανεργίας στα πλαίσια του καπιταλισμού είναι αδύνατη, οι καπιταλιστές δεν ενδιαφέρονται για την εξάλειψη της: «...κανένας καπιταλιστής... δεν είναι ποτέ για πλήρη εξάλειψη της ανεργίας, με κανένα αντάλλαγμα δεν θα δέχονταν μια κατάργηση της στρατιάς των ανέργων, της οποίας η επιδίωξη είναι η πίεση στην αγορά εργασίας, για φτηνές εργατικές δυνάμεις»(Στάλιν: «Ζητήματα Λενινισμού», σελ. 820, Μόσχα 1938).

Επομένως, και οι «θεωρίες» των διαφόρων αστών οικονομολόγων περί «πλήρους απασχόλησης» και «εξάλειψης της ανεργίας» στον καπιταλισμό που  έχουν την καταγωγή τους στις απόψεις του J.M.Keynes, κλπ. και διαφημίστηκαν ως «πλήρη απασχόληση σε μια ελεύθερη κοινωνία» (W.Beveridge, κλπ.) παρόλο που κυριάρχησαν μετά τον πόλεμο, κυρίως στις δεκαετίες ΄50-΄60 και καλλιέργησαν στις γραμμές των εργαζομένων και της νεολαίας διάφορες αυταπάτες, δεν είχαν ούτε τότε ούτε και σήμερα επιστημονική βάση.

Τέλος, το φαινόμενο της ανεργίας και η αύξησή της δεν είναι αποτέλεσμα ετούτης ή της άλλης οικονομικής πολιτικής, όπως ισχυρίζονται οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες του «Κ»ΚΕ («η αύξηση της ανεργίας... είναι αναπόσπαστο φαινόμενο και συνέπεια της πολιτικής που στηρίζει την κεφαλαιοκρατική παραγωγή και συγκεντροποίηση» (!) («Ρ» 22.9.2004, σελ. 11) μα ούτε και εξαλείφεται στα πλαίσια του καπιταλισμού έστω κι αν «τιμωρηθούν οι πολιτικά υπεύθυνοι» όπως επίσης ισχυρίζονται οι χρουστσοφικοί («κι αν με τον αγώνα σας δεν τιμωρήσετε τους πραγματικούς πολιτικούς υπεύθυνους, το φάσμα της ανεργίας θα το βρίσκεται διαρκώς μπροστά σας» («Ρ» 28.9.2004, σελ.15). Εδώ οι χρουστσοφικοί σοσιαλδημοκράτες αναμασούν τις γνωστές αντεπιστημονικές απόψεις της χυδαίας αστικής πολιτικής οικονομίας, γιατί το φαινόμενο της ανεργίας εξαλείφεται μόνο στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό.

Να, λοιπόν, πως παραπλανούν και εξαπατούν την εργατική τάξη οι προδότες χρουστσοφικοί ηγέτες των «Κ»ΚΕ-«Κ»ΝΕ με τις σοσιαλδημοκρατικές τους συνταγές: «τιμωρήστε τους πολιτικά υπεύθυνους αλλά μην ανατρέπεται το καπιταλιστικό εκμεταλλευτικό σύστημα που γεννά μόνιμα και αναπόφευκτα την ανεργία»!!!     
      
***

Η πάλη της εργατικής τάξης

Φυσικά η εργατική τάξη δεν είναι δυνατό να ακυρώσει ή να σταματήσει-εξαλείψει τη δράση του νόμου της καπιταλιστικής συσσώρευσης, όμως μπορεί και πρέπει να αντισταθεί στις συνέπειες και στον καταστροφικό του χαρακτήρα:

«Μόλις οι εργάτες ανακαλύψουν το μυστικό του πως συμβαίνει ώστε, όσο περισσότερο εργάζονται, όσο περισσότερο ξένο πλούτο παράγουν κι όσο περισσότερο αυξάνει η παραγωγική δύναμη της εργασίας τους, τόσο πιο επισφαλής να γίνεται γι' αυτούς ακόμα και η λειτουργία τους σαν μέσο αξιοποίησης του κεφαλαίου, μόλις ανακαλύψουν πως ο βαθμός εντατικότητας του συναγωνισμού μεταξύ τους εξαρτιέται ολότελα από την πίεση του σχετικού υπερπληθυσμού, επομένως, μόλις επιχειρήσουν με τα εργατικά σωματεία κλπ. να οργανώσουν μια σχεδιασμένη συνεργασία εργαζομένων και ανέργων για να σπάσουν ή να εξασθενήσουν τις καταστρεπτικές για την τάξη τους συνέπειες αυτού του φυσικού νόμου της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής,βάζουν τις φωνές το κεφάλαιο και ο συκοφάντης οικονομολόγος του για καταπάτηση του «αιώνιου» και σαν να λέμε «ιερού» νόμου της ζήτησης και της προσφοράς. Γιατί κάθε αλληλεγγύη ανάμεσα στους εργαζόμενους και τους άνεργους διαταράζει το «καθαρό» παιχνίδι αυτού του νόμου» (Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο»,τόμος 1ος, σελ. 663).

Επομένως για την υπεράσπιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης συνολικά και για να μην «ξεπέσει σε μια άμορφη μάζα αφανισμένων φτωχοδιαβόλων» έχει σπουδαία σημασία η κοινή σχεδιασμένη συνεργασία και πάλη των εργαζομένων και των άνεργων εργατών ενάντια στο κεφάλαιο για να εξασθενήσουν τις καταστροφικές γι' αυτούς συνέπειες της δράσης του γενικού νόμου της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αυτή η πάλη όσο ισχυρή κι αν είναι δε μπορεί να εξαλείψει τη δράση των οικονομικών νόμων του καπιταλισμού και να τους καταργήσει. Οι νόμοι αυτοί μπορεί να εξαλειφθούν μόνο με την κατάργηση του ίδιου του συστήματος: «επειδή όμως είναι τέτοια η τάση των πραγμάτων στο σημερινό σύστημα, μήπως αυτό πάει να πει ότι η εργατική τάξη θα έπρεπε να παραιτηθεί από την αντίστασή της ενάντια στους ληστρικούς σφετερισμούς του κεφαλαίου και να εγκαταλείψει τις προσπάθειες της να επωφεληθεί με τον καλύτερο τρόπο από τις ευνοϊκές περιστάσεις για την πρόσκαιρη καλυτέρεψη της θέσης της; Αν το έκανε αυτό θα ξέπεφτε σε κατάσταση μιας άμορφης μάζας από αφανισμένους φτωχούς διαβόλους που τίποτε δε μπορεί να τους σώσει... Αν υποχωρούσαν άνανδρα στην καθημερινή σύγκρουση τους με το κεφάλαιο, θ' αποδείχνονταν ανίκανοι να επιχειρήσουν ένα οποιοδήποτε πλατύτατο κίνημα» (Κ Μαρξ: «Μισθός, τιμή και κέρδος», σελ. 79-80).

Η εργατική τάξη και οι επαναστατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις (οι σημερινές στη χώρα μας είναι εξολοκλήρου όλες ρεφορμιστικές) δεν πρέπει να περιορίζουν την πάλη τους μόνο στην απόκρουση των βίαιων επιθέσεων του κεφαλαίου και ενάντια στα αποτελέσματα του καπιταλιστικού συστήματος: «αποτυχαίνουν ολοκληρωτικά στο σκοπό τους όταν περιορίζονται σ' ένα μικρό πόλεμο ενάντια στα αποτελέσματα του σημερινού συστήματος, αντί να προσπαθούν ταυτόχρονα να το αλλάξουν, αντί να χρησιμοποιούν τις οργανωμένες δυνάμεις τους σαν ένα μοχλό για την τελική απελευθέρωση της εργατικής τάξης, δηλαδή για την οριστική κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας» (Κ. Μαρξ: «Μισθός, τιμή και κέρδος», σελ. 81).

Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι τα προβλήματα της φτώχειας, της εξαθλίωσης και της ανεργίας δε μπορούν να λυθούν στα πλαίσια του καπιταλισμού και ότι οι θεωρίες των αστών και ρεφορμιστών πολιτικών και οικονομολόγων που προβάλλουν τέτοιου είδους αξιώσεις δεν έχουν καμιά απολύτως επιστημονική βάση, υπηρετούν το κεφάλαιο και διαδίδονται για εξαπάτηση των εργαζομένων. Τα φαινόμενα της φτώχειας, της εξαθλίωσης και της ανεργίας ως σύμφυτα στον καπιταλισμό φαινόμενα θα εξαλειφθούν μαζί με την εξαφάνιση του. Ως προβλήματα της καπιταλιστικής κοινωνίας μπορούν να λυθούν μόνο στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό όπως έδειξε η ιστορική πείρα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση των Λένιν-Στάλιν.

Οι απόψεις του Τροφίμ Ντενίσοβιτς Λυσένκο για την γενετική

Ένα από τα γεγονότα που σημάδεψαν την πνευματική ζωή της Σοβιετικής Ένωσης, στις  δεκαετίες του 1930 και 1940, ήταν η αντιπαράθεση πάνω σε θέματα βιολογίας που είχε μεγάλο αντίκτυπο σ’ ολόκληρη τη σοβιετική κοινωνία ενώ απασχόλησε πολλούς διανοούμενους και στη Δύση. Η αντιπαράθεση άρχισε γιατί από το 1935 και ύστερα μια ολοένα και αυξανόμενη μερίδα σοβιετικών βιολόγων, μ’ επικεφαλής τον γεωπόνο Τροφίμ Ντενίσοβιτς Λυσένκο (1898-1976), αμφισβήτησε τις βασικές αρχές της μεντελιανής γενετικής, της γονιδιακής θεωρίας της κληρονομικότητας. Αυτή η θεωρία περιλάμβανε τους νόμους του Γκρέγκορ Μέντελ για την υβριδική διασταύρωση καθώς και τα ευρήματα του αμερικανού βιολόγου Τόμας Μόργκαν για το ρόλο των χρωμοσωμάτων στη κληρονομικότητα. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι η προαναφερόμενη αμφισβήτηση δεν αφορούσε τα πειραματικά αποτελέσματα που είχαν συγκεντρώσει οι βιολόγοι που υποστήριζαν την γονιδιακή θεωρία της κληρονομικότητας (όπως για παράδειγμα η παρουσία των χρωμοσωμάτων στον κυτταρικό πυρήνα, ο αναδιπλασιασμός τους κατά την κυτταρική διαίρεση, η συσχέτιση μεταξύ χρωμοσωματικών μεταλλαγών και νέων εξωτερικών χαρακτήρων) αλλά μόνο την θεωρητική ερμηνεία που αυτοί τους έδιναν εκείνη την εποχή. Οι δύο κύριες θέσεις στις οποίες στηρίζονταν η μεντελιανή θεωρία της γενετικής ήταν οι ακόλουθες:

Σύμφωνα με την πρώτη θέση, η κληρονομικότητα καθορίζεται από ένα εξειδικευμένο τμήμα του οργανισμού, τα γονίδια. Τα γονίδια θεωρούνταν ως αυτό αναπαραγόμενα σωματίδια και κάθε κύτταρο ενός ζωντανού οργανισμού διαθέτει ένα πλήρες σύνολο αφού κάθε κυτταρική διαίρεση συνοδεύεται από τον αναδιπλασιασμό και την διαίρεση των γονιδίων. Το γονίδιο αναφερόταν, απ’ τους μεντελιανούς γενετιστές, ως το «άτομο της κληρονομικότητας» και για κάθε γονίδιο υπήρχε η υπόθεση ότι ελέγχει κάποια διαδικασία της ανάπτυξης που αποκρυσταλλώνεται στην εμφάνιση κάποιου συγκεκριμένου χαρακτηριστικού του οργανισμού. Όπως είχε πει και ο διάσημος Βρετανός βιολόγος C. H. Waddington το 1948: «Η μελέτη της κληρονομικότητας έχει αποκαλύψει μέσα στο κύτταρο την παρουσία μιας συλλογής μοναδιαίων γονιδίων που ελέγχουν σχεδόν όλους εκείνους τους χαρακτήρες που μπορούν να διερευνηθούν πειραματικά. Τούτο το γεγονός από μόνο του αποτελεί ένα ισχυρό δέλεαρ να υιοθετήσουμε την άποψη ότι οι οργανισμοί βασικά αντιπροσωπεύονται απ’ τα γονίδιά τους, ότι μπορούν να ιδωθούν ως μια επαρκή περίληψη των γονιδίων τους».

Η δεύτερη βασική πρόταση της μεντελιανής γενετικής ήταν η εξήγηση της μεταβλητότητας των οργανισμών διαμέσου των τυχαίων μεταλλαγών στο γονιδιακό μηχανισμό. Τα γονίδια αλληλεπιδρούν μ’ ένα πολύπλοκο τρόπο με το εξωτερικό περιβάλλον στην διάρκεια της ανάπτυξης του οργανισμού με αποτέλεσμα τα χαρακτηριστικά του ενήλικου οργανισμού ν’ αποτελούν το προϊόν αυτής της αλληλεπίδρασης. Το περιβάλλον όμως δεν επηρεάζει απ’ ευθείας τη κληρονομική βάση του οργανισμού. Η πηγή της φαινόμενης μεταβλητότητας των ζωντανών οργανισμών βρίσκεται στις αυθόρμητες και ολότελα τυχαίες αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στη δομή και στο μηχανισμό των γονιδίων. 

Ας περάσουμε να δούμε, τώρα, στην κριτική της γονιδιακής θεωρίας της κληρονομικότητας από τον Λυσένκο και τη σχολή του.

Κατά πρώτον, ο Λυσένκο απέρριπτε την ιδέα ότι η κληρονομικότητα ελέγχεται από μια εξειδικευμένη και αμετάλλακτη κληρονομική ουσία – το σύστημα των γονιδίων. Υποστήριζε ότι η κληρονομικότητα μπορεί μόνο να θεωρηθεί ως μια ιδιότητα της οργάνωσης της έμβιας ύλης, μια ιδιότητα εγγενής στον οργανισμό σαν σύνολο. Χαρακτηριστικός ήταν ο ορισμός που έδινε ο Λυσένκο στην κληρονομικότητα ως «την ιδιότητα ενός ζωντανού οργανισμού να απαιτεί καθορισμένες συνθήκες για την ζωή και την ανάπτυξή του και να αποκρίνεται με ένα καθορισμένο τρόπο στην επίδραση των εξωτερικών συνθηκών». Η υπόθεση για την ύπαρξη ενός εξειδικευμένου «οργάνου» της κληρονομικότητας έρχεται σ’ αντίθεση με ό,τι γνωρίζουμε για την φύση της έμβιας ύλης. Ούτε λίγο ούτε πολύ υποστηρίζει πως τα γονίδια, που παραμένουν αμετάβλητα μέσα στους πολλαπλούς και συνεχείς μετασχηματισμούς που χαρακτηρίζουν το κύτταρο, από μόνη της μια αξιοθαύμαστη ιδιότητα, έχουν την επιπλέον ιδιότητα να ελέγχουν και να ρυθμίζουν τις αναπτυξιακές διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στον υπόλοιπο οργανισμό. Η ανάπτυξη σ’ όλους τους ανώτερους οργανισμούς συνοδεύεται από μια εντυπωσιακή διαφοροποίηση των ιστών. Αν, όμως, κάθε κύτταρο παραλαμβάνει ένα πλήρες και πανομοιότυπο σύνολο γονιδίων, τότε πως είναι δυνατόν να εξηγηθούν οι διαφορές μεταξύ των ιστών και των οργάνων;

Οποιαδήποτε και αν είναι η βιομοριακή σύνθεση των γονιδίων, η ικανότητά τους για αναπαραγωγή εξαρτάται από το κυτταρόπλασμα. Το γονίδιο, επομένως, δεν μπορεί να είναι αυτόνομος και καθοριστικός της κληρονομικότητας αφού το ίδιο είναι εξαρτημένο από κυτταρόπλασμα και, έτσι, η κληρονομικότητα συναρτάται από την συνολική οργάνωση του κυττάρου και όχι από ένα μέρος του. Η αυτονομία του γονιδίου μπορεί να στοιχειοθετηθεί μόνο προϋποθέτοντας ότι εξαρτάται από το κυτταρόπλασμα για τροφή και ενέργεια με τον ίδιο τρόπο που ένα βακτήριο εξαρτάται από ένα θρεπτικό μέσο για τροφή και ενέργεια. Μ’ άλλα λόγια το γονίδιο διαθέτει το βασικό χαρακτηριστικό ενός ζωντανού οργανισμού. Είναι αδύνατο να συλλάβει κανείς την κληρονομικότητα ως οτιδήποτε άλλο εκτός από μια γενική ιδιότητα της έμβιας ύλης, δηλαδή, ως μια μεταβολική διαδικασία και όχι ως ένα δομικό υλικό πρότυπο. Το γονίδιο, τονίζει ο Λυσένκο, είναι μια μεταφυσική οντότητα που δεν μπορεί να έχει πραγματική ύπαρξη διότι του αποδίδονται ιδιότητες που κανένα μέρος ενός ζωντανού συστήματος δεν διαθέτει. Η μη αποδοχή, όμως, του γονιδίου ως ένα εξειδικευμένο όργανο της κληρονομικότητας δεν συνεπάγεται και την μη αποδοχή των χρωμοσωμάτων. Χωρίς καμία αμφιβολία, τα χρωμοσώματα διαθέτουν μια εξαιρετικά περίπλοκη δομή και παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στις κυτταρικές λειτουργίες. Αυτό που τίθεται σε αμφιβολία για τα χρωμοσώματα είναι ο ρόλος που τους έχει αναθέσει η γονιδιακή θεωρία. 

Ένα άλλο σημείο στο οποίο εστιαζόταν η κριτική του Λυσένκο στην μεντελιανή γενετική αφορούσε τον ρόλο του εξωτερικού περιβάλλοντος στη διαμόρφωση της κληρονομικότητας του οργανισμού. Κανείς, βέβαια, μεντελιανός βιολόγος δεν αρνούνταν τη σημασία του περιβάλλοντος. Οι πολλαπλές σχέσεις προσαρμογής και ρύθμισης μεταξύ του περιβάλλοντος και του οργανισμού σε κάθε στιγμή της ζωής του ήταν παραδεκτές απ’ όλους τους βιολόγους. Η σχέση, όμως, μεταξύ κληρονομικότητας και περιβάλλοντος που υπέθετε η μεντελιανή γενετική ήταν μηχανική. Το περιβάλλον θεωρούνταν ως ένα υπόβαθρο με το οποίο αλληλεπιδρά το αμετάβλητο – αμετάβλητο αν εξαιρέσει κανείς τις τυχαίες μεταλλάξεις – κληρονομικό υλικό προκειμένου να σχηματίσει τα γνωρίσματα του οργανισμού. Το περιβάλλον επηρεάζει το βαθμό και τη μορφή της έκφρασης των γνωρισμάτων του οργανισμού αλλά όχι και τα γονίδια που, σε τελική ανάλυση, τα ελέγχουν.  Η βασική μεντελιανή υπόθεση ήταν ότι τα γονίδια παραμένουν αμετάβλητα και ανεπηρέαστα από το περιβάλλον κατά την διάρκεια της ανάπτυξης του οργανισμού. Οποιεσδήποτε μεταλλάξεις παρατηρούνταν στα γονίδια χαρακτηρίζονταν είτε αυθόρμητες είτε ως αποτέλεσμα κάποιων εξωτερικών παραγόντων όπως π.χ. ακτίνων Χ, υπεριώδους ακτινοβολίας, διαφόρων χημικών ουσιών και άλλων.

Σ΄ αυτό το σημείο, ο Λυσένκο και άλλοι βιολόγοι διατυπώνουν δύο ενστάσεις. Κατά πρώτον, μια τέτοια μηχανική εικόνα της σχέσης οργανισμού και περιβάλλοντος βρίσκονταν σε διάσταση με τις αμοιβαίες σχέσεις προσαρμογής που παρατηρούνταν  στις φυσιολογικές και βιοχημικές μελέτες των ζωντανών συστημάτων. Κατά δεύτερο, υπονοεί, εμμέσως πλην σαφώς, ότι αν και οργανισμός βρίσκεται σε μια τέτοια οργανική σύνδεση με το περιβάλλον σε τέτοιο βαθμό που να μην μπορεί να διαχωρισθεί απ’ αυτό, υπάρχει, μολαταύτα, ένα μέρος του οργανισμού το οποίο δεν επηρεάζεται από το περιβάλλον. Ταυτόχρονα, όμως, αυτό ακριβώς το μέρος που είναι απομονωμένο από την επιρροή του περιβάλλοντος έχει την ικανότητα να ελέγχει εκείνες τις σχέσεις προσαρμογής μεταξύ του περιβάλλοντος και του οργανισμού που αποτελούν την ουσία της έμβιας ύλης. Έτσι, η δράση του περιβάλλοντος στον οργανισμό, όπως τον κατανοεί η μεντελιανή γενετική, οδηγεί στα ίδια λογικά αδιέξοδα που οδηγεί και η έννοια της ιδιαίτερης κληρονομικής ουσίας. 

Ποιοί ήταν οι λόγοι που οδήγησαν τον Λυσένκο και άλλους σοβιετικούς βιολόγους να αμφισβητήσουν τις αρχές της μεντελιανής γενετικής, της γονιδιακής θεωρίας της κληρονομικότητας; Την απάντηση θα πρέπει ν’ αναζητήσουμε στις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Σοβιετική Ένωση και την ιδιαίτερη ανάπτυξη που είχε η βιολογική επιστήμη μέσα σ’ αυτές. 

Η ανάπτυξη όλων των επιστημών μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917 ήταν θεαματική. Από τις πρώτες μέρες της ύπαρξής της η σοβιετική κυβέρνηση προχώρησε στην σχεδιασμένη ανάπτυξη της επιστήμης σε τεράστια κλίμακα. Συνέπεια αυτής της σχεδιασμένης πολιτικής ήταν ότι για πολλά χρόνια η Σοβιετική Ένωση αφιέρωσε μεγαλύτερο ποσό πόρων για την επιστημονική έρευνα σε σχέση με οποιαδήποτε χώρα στον κόσμο. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στην οργάνωση της βιολογικής έρευνας ιδιαίτερα σε σχέση με την γεωργία. Προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες της σοσιαλιστικής γεωργίας, δημιουργήθηκε μια ολόκληρη αλυσίδα Αγρονομικών Ινστιτούτων. Με την επιτυχή ολοκλήρωση της κολεκτιβοποίησης, η βιολογική επιστήμη απόκτησε ακόμη μεγαλύτερη σημασία ως καθοριστικός παράγοντας στον ρυθμό αγροτικής ανάπτυξης και οι απαιτήσεις των κολχόζνικων απ’ τους επιστήμονες για συμβουλές και βοήθεια στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων έγιναν πιο επιτακτικές.  Πολλά συνεταιριστικά αγροκτήματα, τα κολχόζ, παίρναν ενεργά μέρος σε πειραματική δουλειά που ξεκινούσε ένα Ινστιτούτο. Κάθε κολχόζ διέθετε ένα μικρό εργαστήριο κυρίως για ελέγχους ρουτίνας αλλά και για κάποια ερευνητική δουλειά ανάλογα με την πρωτοβουλία των κολχόζνικων. Η σύνδεση μεταξύ επιστήμης και πρακτικής ήταν επομένως πολύ στενή και ζωντανή και αυτό το γεγονός έπαιξε σημαντικό ρόλο σ’ εκείνες τις επιστημονικές εξελίξεις που έδωσαν το έναυσμα για την διένεξη.

Πολύ μεγάλη δραστηριότητα, που περιλάμβανε πολλά ερευνητικά Ινστιτούτα, σημειώθηκε στον τομέα παραγωγής και επιλογής υψηλής ποιότητας σπόρων για τις ανάγκες των κολχόζ. Η ανάγκη παραγωγής υψηλής ποιότητας σπόρων και ανάπτυξης φυτικών ποικιλιών υψηλών στρεμματικών αποδόσεων ήταν ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη της σοβιετικής γεωργίας και οικονομίας γενικότερα. Η επιστημονική λύση αυτού του προβλήματος δεν ήταν μόνο απόλυτα επιτακτική αλλά και απόλυτα δυνατή μιας και η ίδια η οργάνωση των κολχόζ δημιούργησε τεράστιο πεδίο ανάπτυξης της βιολογικής και αγρονομικής επιστήμης. Η περισσότερη δουλειά εδώ έγινε από την αρχή με βάση τις αρχές της «ορθόδοξης» γενετικής θεωρίας από επιστήμονες με πολύ καλή κατάρτιση στην μεντελιανή γενετική η οποία, σημειωτέον, διδασκόταν σχεδόν σ’ όλα τα πανεπιστήμια της χώρας μέχρι και το 1948. Και όμως, τα αποτελέσματα όλων των προσπαθειών που έγιναν υπό την καθοδήγηση της μεντελιανής γενετικής δεν ήταν τ’ αναμενόμενα. Αντίθετα, τα πειράματα που έγιναν στη βάση αρχών που βρίσκονταν σε διάσταση με την μεντελιανή γενετική είχαν επιτυχή έκβαση. 

Το πρώτο συγκεκριμένο επίτευγμα ήταν η τεχνική της εαρινοποίησης που ανέπτυξε ο Λυσένκο μετά από μια σειρά πειράματα στα 1926-1929. Η τεχνική αυτή επέτρεψε την μετατροπή χειμερινών ποικιλιών σιταριού σε εαρινές διαμέσου προσεκτικής μεταβολής των εξωτερικών συνθηκών κατά την διαδικασία ανάπτυξης του φυτού. Δεδομένου ότι οι η χειμερινή και η εαρινή ποικιλία σιταριού χαρακτηρίζονταν από διαφορετική γενετική βάση, δηλαδή κληρονομικότητα, τα πειράματα που αποσκοπούσαν στη μετατροπή της μιας στην άλλη έρχονταν καταφανώς σε αντίθεση με τη βασική παραδοχή της μεντελιανής γενετικής η οποία απέρριπτε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.  Οι νέες ποικιλίες είχαν σημαντικά μεγαλύτερη απόδοση καρπού και πολλά κολχόζ γρήγορα υιοθέτησαν τη μέθοδο. Μέχρι το 1941 πάνω από 20 εκατομμύρια εκτάρια είχαν σπαρθεί με ποικιλίες που προήλθαν από διάφορες τεχνικές εαρινοποίησης.

Μια ακόμη σημαντική αγροτεχνική μέθοδο που πρότεινε ο Λυσένκο ήταν η ενδοποικιλιακή διασταύρωση. Αφαιρούσαν τους στήμονες (τα φυτικά όργανα που παράγουν γύρη) σε φυτά, όπως το σιτάρι και το κριθάρι, τα οποία εκ φύσεως αναπαράγονταν με αυτογονιμοποίηση, και μετά τα ράντιζαν με γύρη από φυτά της ίδια ποικιλίας αλλά που είχαν σπαρθεί σ’ άλλη τοποθεσία. Η υπόθεση, πίσω απ’ αυτή τη μέθοδο ήταν η εξής. Φυτά από διαφορετικές τοποθεσίες, με διαφορετικές συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας, σύστασης εδάφους κλπ, θα είχαν διαφορετική, έστω και σε μικρό βαθμό, γενετική ταυτότητα μολονότι άνηκαν στην ίδια ποικιλία. Κατά συνέπεια απ’ τη διασταύρωση τους θα προκύψουν φυτά με μεγαλύτερη ζωντάνια και αντοχή αφού ήταν ήδη γνωστό ότι, μετά από κάμποσες γενιές, συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο σε φυτά που γονιμοποιούνταν απ’ την ίδια τους τη γύρη. Μολονότι και αυτή η υπόθεση έρχονταν σ’ αντίθεση με τις αρχές της μεντελιανής γενετικής, που όριζε ότι φυτά από την ίδια ποικιλία διαθέτουν την ίδια γενετική σύσταση ανεξαρτήτως τοποθεσίας, στην πράξη επιβεβαιώθηκε. Η πρώτη γενιά φυτών που προήλθε από ενδοποικιλιακή διασταύρωση παρουσίασε αυξημένη απόδοση καρπού. 


O Λυσένκο και οι συνεργάτες του πρότειναν αρκετά άλλα αγροτεχνικά μέτρα που για λόγους χώρου δεν μπορούν να περιγραφούν εδώ. Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε την  εαρινή καλλιέργεια πατάτας στις νότιες στέπες και την ανάπτυξη νέων μεθόδων φυτικού υβριδισμού (μπολιάσματος). Η πρακτική επιτυχία και αυτών των μέτρων ήταν εντυπωσιακή αν και η θεωρητική αφετηρία τους βρισκόταν – και γι’ αυτά –  σε διάσταση με την μεντελιανή γενετική. Για την συνολική του προσφορά προς τη σοβιετική γεωργία, ο Λυσένκο τιμήθηκε με το παράσημο του Ήρωα Σοσιαλιστικής Εργασίας, με το παράσημο της Εργατικής Κόκκινης Σημαίας, με το παράσημο τάξης Λένιν (έξι φορές) και με το Βραβείο Στάλιν (τρεις φορές 1941, 1943 και 1949).